- ἐκδιίσταμαι
- ἐκ-διίστημιset apartpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδιίσταμαι — ἐκδιίσταμαι (AM) είμαι ξεχωρισμένος … Dictionary of Greek